-
1 κοσμέω
A order, arrange, esp. set an army in array, marshal it, Il.14.379; :—[voice] Pass., ; πένταχα κοσμηθέντες marshalled in five bodies, 12.87; of a population,διὰ τρίχα κοσμηθέντες 2.655
; once in Od., of hunters,διὰ δὲ τρίχα κοσμηθέντες 9.157
:—[voice] Med., κοσμησάμενος πολιήτας having arranged his men, Il.2.806; so after Homer, κ. στρατόν (v.l. for κοιμήσων) E.Rh. 662;τάξεις κεκοσμημέναι X.Cyr.2.1.26
, cf. Pl.Phdr. 247a;ἐπὶ τάξις πλεῦνας ἐκεκοσμέατο Hdt.9.31
.2 generally, arrange, prepare,δόρπον ἐκόσμει Od. 7.13
;κ. ἀοιδήν η Bacch.59
; ;στέφανον E.Hipp.74
;τράπεζαν X.Cyr.8.2.6
;εἰς τάφον λέβητα S.El. 1401
:—[voice] Pass.,δεῖπνον κεκόσμηται Pi.N.1.22
; δεῖ οὕτω κοσμηθῆναι ὅκως .. Democr.266; τὸ κοσμηθὲν αἷμα, = τὸνοἰκεῖον κόσμον κτησάμενον, Gal.5.551.II order, rule,τὴν πόλιν κ. καλῶς τε καὶ εὖ Hdt.1.59
, cf. S.Aj. 1103;Σπάρτην ἔλαχες, κείνην κόσμει E.Fr. 723
(anap.); κ. ἐμαυτόν restrain myself, Id.Hyps.Fr.34(60).46;τὰ ἄλλα ἐκεκοσμέατό οἱ Hdt.1.100
;τόν γε νοῦν κοσμοῦντα πάντα κοσμεῖν Pl.Phd.97
c:—[voice] Pass., τὰ κοσμούμενα orderly institutions, S.Ant. 677: [tense] pf.part., of persons, orderly,ταπεινὸς καὶ κεκοσμημένος Pl.Lg. 716a
;τεταγμένον τε καὶ κ. πρᾶγμα Id.Grg. 504
a.2 in Crete, hold office of ,οἱ κεκοσμηκότες Arist. Pol. 1272a35
, cf. Plb.22.15.1; Cret. [full] κοσμίω Leg.Gort.1.51, etc.; also κορμίω (q.v.).III adorn, equip, dress, esp. of women, h.Hom. 6.11, Hes.Op.72;κοσμῆσαί τινα πανοπλίῃ Hdt.4.180
;τριπόδεσσι κ. δόμον Pi.I.1.19
;τινὰ πλούτῳ ὑπερβάλλοντι Hdn.3.10.6
: c. dupl. acc., (Phrygia, iv A. D.):—freq. in [voice] Med., κοσμέεσθαι τὰς κεφαλάς to adorn their heads, Hdt.7.209;κοσμεῖσθαι σῶμα ὅπλοις E.Ph. 1359
; ἐν φοινικίσι κοσμησάμενοι having decked themselves, Pl.Com.208:—[voice] Pass.,χρυσῷ κοσμηθεῖσα h.Ven.65
;παῖσα δ' Ἄρῃ κεκόσμηται στέγα Alc.15.1
;ἵπποι κεκοσμημένοι ὡς κάλλιστα Hdt.7.40
; d, cf. S.Ph. 1064, Th.6.41, etc.2 metaph., adorn, embellish, ; c;τραγικὸν λῆρον Ar.Ra. 1005
; κ. ἔργον ἄριστον ib. 1027;τὸ λογικὸν ἔχεις ἐξαίρετον, τοῦτο κόσμει Arr.Epict.3.1.26
;λόγον εὐρυθμίαις Isoc.5.27
;αὑτὸν λόγοις Pl.La. 196
b, cf. 197 c;ἐπὶ τὸ μεῖζον κ. Th.1.21
; τὸν.. τὴν ἐκείνων ἀρετὴν κοσμήσοντα (in speaking) D.18.287:—[voice] Pass.,ἦθος σεμνότητι -μημένον Phld.Acad.Ind. p.52
M.3 honour, λουτροῖς σ' ἐκόσμης' S.El. 1139;κ. τάφον Id.Ant. 396
; ;κ. καὶ τιμᾶν X.Cyr.1.3.3
; of persons, adorn, be an honour to,πατρίδα Thgn.947
;νᾶσον εὐκλέα Pi.N.6.46
;Σαλαμῖνα κ. πατρίδα E.Fr.530.3
; [τὴν πόλιν] αἱ τῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν Th.2.42
.IV [voice] Pass., to be assigned, ascribed to,ἐς τὸν Αἰγύπτιον νομὸν αὗται [αἱ πόλεις] ἐκεκοσμέατο Hdt.3.91
;ἐς Πέρσας κεκοσμέαται Id.6.41
; esp. of philosophic schools,κατὰ τὴν Ἀκαδημίαν κοσμεῖσθαι S.E.P.1.231
;οἱ κατὰ διαφόρους αἱρέσεις κοσμούμενοι Id.M.11.77
. -
2 ὀτρύνω
Aὀτρυνέμεν Il.4.286
: [tense] impf.ὤτρυνον Hom.
(v. infr.), etc.; Iterat.ὀτρύνεσκον Il.24.24
: [tense] fut.ὀτρῠνέω Hom.
(v. infr.): [dialect] Ep. [tense] aor.ὄτρῡνα Od.17.430
:—[voice] Med. or [voice] Pass., only in [tense] pres. and [tense] impf. (v. infr.): poet. Verb, the compd. ἐπ-οτρύνω being used in Prose: (v. sub fin.):—stir up, egg on, encourage, esp. to battle, to any sudden or violent exertion, τινα Il.5.482, 10.158, etc.; ;8.294
; : freq. c. inf.,ὀπτῆρας.. ὄτρυνα νέεσθαι Od.17.430
;ὀ. τινὰ μάχεσθαι Il.4.294
, 414, etc.;γήμασθαι Od. 19.158
, etc.; : without inf., ἦ τιν' ἑταίρων ὀτρυνέεις Τρώεσσιν ἐπίσκοπον (sc. ἰέναι) ; Il.10.38; (lyr.): with Preps., Ἑρμείαν.. νῆσον ἐς Ὠγυγίην ὀτρύνομεν (sc. ἰέναι) Od.1.85, cf. Il.15.59;σέ γε θυμὸς ὀ. ἐπὶ νῆας 24.289
;τὸν δ' ὀ. πόλιν εἴσω Od. 15.40
;ποτὶ δῶμα 17.75
;προτὶ Ἴλιον Il.19.156
;πόλινδε Od.15.306
;πόλεμόνδε Il.2.589
;ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας Pi.N.10.23
: rarely folld. byὡς, Ὀδυσῆα ὄτρυν', ὡς ἂν πύρνα.. ἀγείροι Od. 17.362
: rarely also c. dat. pers. et inf.,ὤτρυνον.. θεραπόντεσσιν φυλάξαι Pi.P.4.41
:—[voice] Med. or [voice] Pass., rouse oneself, bestir oneself, hasten, c. inf.,ἕπεσθαι Od.10.425
;ὀτρυνώμεθ' ἀμυνέμεν ἀλλήλοισιν Il.14.369
, cf. Od.17.183;ὑμεῖς δ' ὀτρύνεσθαι.., ὥς κ' ἐμὲ.. ἐπιβήσετε πάτρης 7.222
:—the [voice] Act. in this intr. sense is only f.l. in Il. 7.420.2 less freq. of animals, urge on, cheer on,οὐρῆας 23.111
;ἵππους τε καὶ ἀνέρας 16.167
, etc.;κύνας 18.584
.3 of things, urge forward, quicken, speed,πομπὴν ὀτρύνετε Od.7.151
, cf. 8.30; ;ἀγγελίην ὀτρύνομεν 16.355
;μάχην ὤτρυνον Ἀχαιῶν Il.12.277
; βοὰν ὤτρυνε λαῶν roused the shouts of the people, B.8.35 (s. v.l.).—[dialect] Ep. Verb, used now and then by Trag., in lyr., A. Th. 726, E.Rh.25, 558: in trim., S.Aj.60, 771, El.28, E.Alc. 755: rare even in later Prose, Arist.Mu. 399b11. (Prob. ὀ-τρῠ-ν-yω, with ὀ- prefix (as in ὀ-κέλλω) ; -τρῠ- perh. cogn. with Skt. tvárate 'hasten'.) -
3 δαΐζω
Aδαΐσονται Man.4.615
:— [voice] Pass. (v. infr., cf. δαίω B):—poet. (Trag.in lyr.), cleave asunder,πάντα διεμοιρᾶτο δαΐζων Od.14.434
;χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι Il.2.416
, cf. 7.247;δαΐζων ὀξέϊ χαλκῷ 24.393
;κάρανα δαΐξας A.Ch. 396
.2 slay,δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας Il.11.497
;τέκνον δαΐξω A.Ag. 208
: freq. in [voice] Pass.,χαλκῷ δεδαϊγμένος Il.22.72
, etc.; δεδαϊγμένος ἦτορ pierced through the heart, 17.535; δεδαϊγμένον ἦτορ a heart torn by misery, Od.13.320;ἐκ βελέων δαϊχθείς Pi.P.6.33
;ἐξ ἐμᾶν χερῶν E. IT 872
.3 rend,χερσὶ κόμην ᾔσχυνε δαΐζων Il.18.27
(so in [voice] Med. [tense] fut., Man.l.c.); δαΐζειν πόλιν destroy it utterly, A.Supp. 680, cf. Ch. 396.4 divide, ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν their soul was divided within them, Il.9.8; δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδια divided or doubting between two opinions, 14.20; to divide into..,Orph.
L. 712.5 = δαινύναι (q. v.),θυσίας ἃς δαΐζοι ἁ πόλις IG7.207
([place name] Aegosthena). [δᾰ-; butδᾱ- Il.11.497
, A.Ch. 396.] (Prob. δαϝίζω from Δα-ϝο-ς 'cut'; cf. δᾰ-τέομαι.)
См. также в других словарях:
κοσμώ — (I) (ΑM κοσμῶ, έω) [κόσμος] 1. στολίζω, εξωραΐζω, προσδίδω κάλλος, διακοσμώ (α. «εκόσμησαν την πόλη με αγάλματα» β. «τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον», Πίνδ. γ. «χαλκοῑς σῶμ ἐκοσμήσανθ ὅπλοις», Ευρ.) 2. μτφ. καλλωπίζω, ομορφαίνω («εὖ μὲν τούσδ… … Dictionary of Greek
δαΐζω — (I) δαΐζω (Α) 1. διαχωρίζω, σχίζω στα δύο, χωρίζω 2. τεμαχίζω, σφάζω, φονεύω («δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας) 3. (για πόλεις) καταστρέφω, ερημώνω 4. (για τα μαλλιά) ξεριζώνω («χερσί κόμην ἤσχυνε δαΐζων») 5. βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι («ὥρμανε… … Dictionary of Greek